- χειρωναχτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' εκείνον που εργάζεται με τα χέρια: Κάνει χειρωναχτικές εργασίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.